νεοττεύουσιν

νεοττεύουσιν
νεοσσεύω
hatch
pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic)
νεοσσεύω
hatch
pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κυψελίδα — Κηροειδής κίτρινη ύλη, η οποία βρίσκεται μέσα στα αφτιά. Ονομάζεται επίσης κυψελίτης ρύπος. Εκκρίνεται από τους κυψελιδοποιούς αδένες του δέρματος του έξω ακουστικού πόρου. Η κ. περιέχει στεαρίνη και ελαιοειδίνη, σάπωνες, άλατα και νερό και… …   Dictionary of Greek

  • τόργος — ὁ, Α 1. γύπας, όρνιο 2. φρ. «τόργος ὑγρόφοιτος» ο κύκνος (Λυκόφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. τής αλεξανδρινής ποίησης αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η λ. συνδέεται με έναν γερμ. τ. με σημ. «πελαργός» (πρβλ. αρχ. νορβ. storkr, αρχ. άνω γερμ. stork, αγγλ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”